σωματοειδής

σωματοειδῶς

σωματοκάπηλος
σωματο·ειδῶς [] adv. :
1 en forme de corps, Jambl. Myst. 1, 18 ||
2 en un corps, en un tout, Arstt. Rhet. Al. 29, 5.
Étym. σωματοειδής.