Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σωματοειδῶς
σωματοκάπηλος
σωματοπλαστέω-ῶ
σωματο·κάπηλος,
ου
(
ὁ
) [
ᾰᾰ
] marchand d’esclaves,
Chrys.
Étym.
σῶμα, κάπηλος
.