σωματοφυής

σωματοφυλακέω-ῶ

σωματοφυλακία
σωματοφυλακέω-ῶ [ᾰῠᾰ] être garde du corps, DS. 14, 43 ; Jos. A.J. 6, 6, 1.
Étym. σωματοφύλαξ.