σωματοφυλακέω-ῶ

σωματοφυλακία

σωματοφυλάκιον
σωματοφυλακία, ας () [ᾰῠλᾰ] service de la garde d’un prince, DS. 16, 93 ; 17, 65.
Étym. σωματοφύλαξ.