σωματοφυλάκιον

σωματοφύλαξ

σωματόω-ῶ
σωματο·φύλαξ, ακος () [ᾰῠᾰκ] garde du corps, satellite d’un prince, d’ord. au plur. DS. Exc. 529, 53 ; Arr. An. 1, 6, 5 ; Hdn 4, 13.
Étym. σῶμα, φύλαξ.