σωματοφυλακία

σωματοφυλάκιον

σωματοφύλαξ
σωματοφυλάκιον, ου (τὸ) [ᾰῠᾰ] lieu où l’on garde un corps, caveau funéraire, Luc. Char. 22.
Étym. σῶμα, φυλακή.