σωματοκάπηλος

σωματοπλαστέω-ῶ

σωματοποιέω-ῶ
σωματο·πλαστέω-ῶ [μᾰ] c. le suiv. Jul. fragmentum epistolæ, 294b.
Étym. σῶμα, πλαστός.