σωματόω-ῶ

σωματώδης

σωμάτωσις
σωματώδης, ης, ες [] c. σωματοειδής, Arstt. H.A. 3, 20, 6, etc. ||
Cp. -έστερος, Arstt. Probl. 1, 37, 2 ; sup. -έστατος, Arstt. P.A. 2, 1, 17.
Étym. σῶμα, -ωδης.