σωματώδης

σωμάτωσις

σῶν
σωμάτωσις, εως () []
1 action de créer des corps, Hermès (Stob. Ecl. 1, p. 730) ||
2 action de donner du corps, de la consistance, Th. C.P. 6, 11, 14.
Étym. σωματόω.