Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστήρ,
ῆρος
(
ὁ
)
1
c.
σωφρονιστής,
Plut.
Cato ma.
27 ;
Sext.
Mus.
11,
p. 358
||
2
au pl.
les dents de sagesse,
Hpc.
252, 29
.
Étym.
σωφρονίζω
.