σῶρυ

σῶς

Σώσανδρα
σῶς () seul. au plur. σῶδες, ων (αἱ) sorte d’oiseau chanteur, Opp. Ix. 3, 2.
σῶς, σῶς ou σᾶ, σῶν, v. σάος.