σωστέος

σωστικός

σωστός
σωστικός, ή, όν, capable de sauver, de conserver, de préserver, gén. Arstt. Top. 6, 12, 6 ; M. mor. 1, 2, 4 ; Probl. 23, 7, etc.
Étym. σῴζω.