ταχύ

ταχυάλωτος

ταχυϐάδιστος
ταχυ·άλωτος, ος, ον [ᾰᾰ] dont on peut vite ou facilement s’emparer, Hdt. 7, 130.
Étym. ταχύ, vb. d’ἀλίσκομαι.