ταχυϐάδιστος

ταχυϐάμων

ταχυϐάτης
ταχυ·ϐάμων, gén. ονος (ὁ, ἡ) [ᾰῠᾱ] qui va vite, qui marche vite, Arstt. Physiogn. 6, 44.
Étym. τ. βαίνω.