ταχύφωνος

ταχυχειλής

ταχύχειρ
ταχυ·χειλής, ής, ές [ᾰῠ] que les lèvres parcourent rapidement, en parl. d’une flûte, Anth. 5, 206.
Étym. τ. χεῖλος.