ταχυφυής

ταχύφωνος

ταχυχειλής
ταχύ·φωνος, ος, ον [ᾰῠ] qui parle vite ou brièvement, Polém. Physiogn. 2, 13 ; Adam. Physiogn. 43.
Étym. τ. φωνή.