ταχυκίνησις

ταχυκίνητος

ταχυκρίσιμος
ταχυ·κίνητος, ος, ον [ᾰῠῑ] qui se meut rapidement, Polém. Physiogn. p. 284 ; Porph. Ptol. p. 240b.
Étym. τ. κινέω.