ταχυκίνητος

ταχυκρίσιμος

ταχυμετάϐολος
ταχυ·κρίσιμος, ος, ον [ᾰῐῐ] qui amène promptement une crise, Hpc. Epid. 1, 963.
Étym. τ. κρίσιμος.