ταχυκρίσιμος

ταχυμετάϐολος

ταχύμηνις
ταχυ·μετάϐολος, ος, ον [ᾰῠᾰ] qui change ou peut changer promptement, Ptol. 1, 17, 7.
Étym. τ. μεταϐολή.