ταχύνω

ταχυπειθής

ταχυπλοέω-οῶ
ταχυ·πειθής, ής, ές [ᾰῠ]
1 facile à persuader, crédule, Thcr. Idyl. 2, 138 ; 7, 38 ||
2 docile, Triphiod. 523.
Étym. τ. πείθω.