ταχύπομπος

ταχυπόρος

ταχύποτμος
ταχυ·πόρος, ος, ον [ᾰῠ] qui va vite, qui se meut rapidement, Eschl. Ag. 486 ; Eur. El. 451, etc.
Étym. τ. πόρος.