ταχυπόρος

ταχύποτμος

ταχύπους
ταχύ·ποτμος, ος, ον [ᾰῠ]
1 c. ταχύμορος, Pd. O. 1, 107 ||
2 qui apporte une mort prompte, Nonn. Jo. 7, 33.
Étym. τ. πότμος.