ταχύποτμος

ταχύπους

ταχύπτερνος
ταχύ·πους, -πους, -πουν, gén. -ποδος (ὁ, ἡ) [ᾰῠ] aux pieds agiles, Eur. Bacch. 782, etc. ; Ar. Eq. 1068.
Étym. τ. πούς.