Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ταχύπτερνος
ταχύπτερος
ταχύπωλος
ταχύ·πτερος,
ος, ον
[
ᾰ
] aux ailes rapides,
Eschl.
Pr.
88
.
Étym.
τ. πτερόν
.