ταχύπτερος

ταχύπωλος

ταχύρροθος
ταχύ·πωλος, ος, ον [ᾰᾰ] aux chevaux agiles, Il. 4, 232, etc. ; Thcr. Idyl. 22, 136.
Étym. τ. πῶλος.