Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ταγηνιστός
ταγηνίτης
ταγηνοκνισοθήρας
ταγηνίτης,
ου
(
ὁ
) [
ᾰῑ
]
c.
ταγηνίας,
Ath.
646
d
;
Gal.
6, 490
.
Étym.
cf.
τηγανίτης
.