Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρίη
ταλαιπωρίζω
[
ᾰ
] rendre malheureux,
Symm.
Esaï.
21, 2 ;
33, 1
.
Étym.
ταλαίπωρος
.