Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ταλαιπωρέω-ῶ
ταλαιπώρημα
ταλαιπώρησις
ταλαιπώρημα,
ατος
(
τὸ
) [
ᾰ
]
c. le suiv.
Phalar.
Ep.
139
.