Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ταλαιπώρημα
ταλαιπώρησις
ταλαιπωρία
ταλαιπώρησις,
εως
(
ἡ
) [
τᾰ
]
c. les suiv.
Arr.
An.
6, 26, 1
.
Étym.
ταλαιπωρέω
.