τανύτριχος

τανύφθογγος

τανύφλοιος
τανύ·φθογγος, ος, ον [] dont la voix résonne au loin, Nonn. D. 22, 61 ; Triphiod. 111 ; Q. Sm. 11, 110.
Étym. τανυ-, φθέγγω.