τανύφθογγος

τανύφλοιος

τανύφυλλος
τανύ·φλοιος, ος, ον [] à l’écorce allongée, Il. 16, 767 ; p. suite, au tronc élancé, Soph. fr. 692 Dind. ; Thcr. Idyl. 25, 250 ; Orph. Arg. 170.
Étym. τανυ-, φλοιός.