ταπεινοφρόνως

ταπεινοφροσύνη

ταπεινόφρων
ταπεινοφροσύνη, ης () [] humilité, Arr. Epict. 3, 24, 56 ; NT. Eph. 4, 2, etc.
Étym. ταπεινόφρων.