ταπεινοφροσύνη

ταπεινόφρων

ταπεινόω-ῶ
ταπεινό·φρων, gén. ονος (ὁ, ἡ) []
1 qui a des sentiments peu élevés, pusillanime, Plut. M. 336e ||
2 en b. part, humble, Spt. Prov. 29, 23.
Étym. ταπεινός, φρήν.