ταραχώδης

ταραχωδῶς

ταρϐαλέος
ταραχωδῶς [ᾰᾰ] adv. avec trouble, Isocr. 236a ; Dém. 1477, 7, etc. ||
Sup. ταραχωδέστατα, Isocr. 148b.
Étym. ταραχώδης.