Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ταραξικάρδιος
ταραξίπολις
ταράξιππος
ταραξί·πολις,
εως
(
ὁ, ἡ
) [
τᾰξῐ
] qui trouble la ville
ou
l’État,
Phil.
2, 520, 537
.
Étym.
ταράσσω, πόλις
.