Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξίπολις
ταραξι·κάρδιος,
ος, ον
[
τᾰξῐ
] qui trouble le cœur, qui tourmente,
Ar.
Ach.
315
.
Étym.
ταράσσω, καρδία
.