ταράξιππος

ταραξιππόστρατος

τάραξις
ταραξ·ιππό·στρατος, ος, ον [τᾰᾰτ] qui met les Chevaliers en déroute, ép. de Cleon, Ar. Eq. 247.
Étym. ταράσσω, ἵππος, στρατός.