ταυροκάρηνος

ταυρόκερως

ταυρόκολλα
ταυρό·κερως, ωτος (ὁ, ἡ) aux cornes de taureau, Eur. Bacch. 100 ; Orph. H. 52, 2.
Étym. τ. κέρας.