ταυρόκερως

ταυρόκολλα

ταυροκολλώδης
ταυρό·κολλα, ας () colle faite avec des cartilages de bœuf, Arstt. H.A. 3, 11, 2 ; Pol. 6, 23, 3.
Étym. τ. κόλλα.