ταυροκολλώδης

ταυρόκρανος

ταυροκτονέω-ῶ
ταυρό·κρανος, ος, ον [] à tête de taureau, Eur. Or. 1378 ; A. Pl. 126.
Étym. τ. *κρᾶνον ; cf. κάρηνον.