ταυρόκρανος

ταυροκτονέω-ῶ

ταυροκτόνος
ταυροκτονέω-ῶ, tuer ou immoler un taureau ou des taureaux, Eschl. Sept. 276 ; Soph. Tr. 760.
Étym. ταυροκτόνος.