ταὐτοποδία

ταὐτοποιέω-ῶ

ταὐτοσυλλαϐέω-ῶ
ταὐτο·ποιέω-ῶ, faire la même chose, Arstt. Nic. 1, 12, 3.
Étym. ταὐτό, ποιέω.