ταὐτοποιέω-ῶ

ταὐτοσυλλαϐέω-ῶ

ταὐτότης
ταὐτο·συλλαϐέω-ῶ [] avoir le même nombre de syllabes, EM. 193, 52.
Étym. ταὐτό, συλλαϐή.