τέχνη

τεχνήεις

τεχνηέντως
τεχνήεις, ήεσσα, ῆεν :
1 fait avec art, bien travaillé, Od. 8, 297 ||
2 habile à travailler, Q. Sm. 8, 196 ||
3 artificieux, A. Pl. 1, 3 (dor. -άεις []) ||
Cp. -ηέστερος, El. N.A. 1, 59.
Étym. τέχνη.