Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τειχοδόμος
τειχοκαταλύτης
τειχοκρατέω-ῶ
τειχο·καταλύτης,
ου
(
ὁ
) [
ᾰᾰῠ
] destructeur de remparts,
Ctés.
Ind.
1
.
Étym.
τεῖχος, καταλύω
.