Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τεκνορραίστης
τεκνοσπορία
τεκνοσπόρος
τεκνοσπορία,
ας
(
ἡ
) procréation d’enfants, génération,
Anth.
7, 568
.
Étym.
τεκνοσπόρος
.