Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τεκνοσπορία
τεκνοσπόρος
τεκνοσσόος
τεκνο·σπόρος,
ος, ον,
qui engendre des enfants,
Man.
4, 597 ;
6, 540
.
Étym.
τ. σπείρω
.