Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τελειοτοκέω-ῶ
τελειουργέω-ῶ
τελειόω-ῶ
τελειουργέω-ῶ,
achever, accomplir,
Th.
C.P.
2, 9, 6 ;
Phil.
1, 8
.
Étym.
τέλειος, ἔργον
.