τελειοτοκέω-ῶ

τελειουργέω-ῶ

τελειόω-ῶ
τελειουργέω-ῶ, achever, accomplir, Th. C.P. 2, 9, 6 ; Phil. 1, 8.
Étym. τέλειος, ἔργον.