τελείως

τελείωσις

τελειωτής
τελείωσις, εως ()
1 accomplissement, achèvement, Arstt. Metaph. 4, 16, 1 ; DS. 2, 29 ; NT. Luc. 1, 46 ; 10, 9 ||
2 maturité, Arstt. H.A. 6, 3, 4, etc. ; Th. H.P. 3, 4, 3.
Étym. τελειόω.