τελέσσα

τελεσσίγαμος

τελεσσίγονος
τελεσσί·γαμος, ος, ον [ῐᾰ] qui consomme les mariages, Nonn. D. 48, 232, etc.
Étym. épq. p. *τελεσίγαμος de τελέω, γάμος.